- πλάστιγγες
- πλάστιγξscale of a balancefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ετεροζυγία — η (ΑΜ ἑτεροζυγία) [ετερόζυγος] (κυρίως για πλάστιγγες) η κλίση, η ροπή προς το ένα από τα δύο μέρη (α. «κρούσασαι [αἱ πλάστιγγες] ἀνὰ μέρος ἑκατέρα κατὰ τὴν ἑτεροζυγίαν» β. «ἑτεροζυγία τῆς διανοίας») … Dictionary of Greek
ПИЩА, СТОЛ — •Cibus, 1) у греков. Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только удовлетворение телесной потребности … Реальный словарь классических древностей
Пища — • Cibus, I. У греков. Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только… … Реальный словарь классических древностей
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — η 1. παράταξη τμήματος στρατού σε μεγάλο βάθος για μάχη. 2. στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη οργάνωση: Φάλαγγα ιερολοχιτών. 3. διάταξη σχηματισμού στρατεύματος ή και μαθητών: Φάλαγγα σε τετράδες. 4. η οριζόντια ράβδος της ζυγαριάς, που από τις δύο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)